Μία από τις υψηλότερες και αρτιότερες μορφές τέχνης, ο χορός δεν έχει σίγουρα την ανάγκη για κατηγοριοποίηση. Αυτόφωτος αποτελεί στοιχείο που, ακόμα και αν ειδωθεί τοπικά, αφορά σε οποιονδήποτε, όπου κι αν «ανήκει», ως εκ τούτου διεκδικεί αυτομάτως πρωτίστως την αυθύπαρκτη αυθεντικότητα και ακολούθως τη σύνδεση με τον τόπο.
Ωστόσο, επειδή προκύπτει, στο επίπεδο της οργάνωσης και της διευθέτησης της κίνησης, από τους τόπους που «κατάγεται», η υφή του ημιτελούς θα ελλόχευε στην περίπτωση που δεν διοχετευόταν στο μέρος που «ανήκει».
Η σωματική έκφραση δεν είναι αμφισβητήσιμο ότι θα έψαχνε τρόπους να υλοποιηθεί ακόμα και χωρίς την ύπαρξη της μουσικής. Θα μπορούσε κάποιος, ακόμα και αστειευόμενος, να υπερθεματίσει στο ποιο από τα δύο προηγήθηκε κανονικά. Φυσικά και ήταν ο ήχος, αλλά στο ανθρώπινο επίπεδο μήπως η επιθυμία η εξαγωγή συναισθημάτων και ιδεών μέσω του κορμιού δημιούργησε τη λαχτάρα να φτιαχτεί το άκουσμα στο οποίο θα γινόταν να υπαχθεί; Αυτή η σχετικότητα της μουσικής ως δρώμενου και αργότερα ως επιστήμης δεν εγκατέλειψε το χορό, ο οποίος έχει πρώτο βαθμό συγγένειας με το πεντάγραμμο (και θα γινόταν να διαφωνήσουμε ανάλαφρα αν είναι ο πατέρας του ή το παιδί του). Ως εκ τούτου, ούτε η ειδικότητα της μουσικής, ο συγκερασμένος της οποίας με τη γενικότητα την κάνει αθάνατη, εκλείπει από το πλέον κοντινό συστατικό της. Αυτό, σε μία διάσταση, σημαίνει ότι κατάγεται από κάπου: όπως γίνεται να εκπορευθούν συμπεράσματα για την Αυστρία του 18ου και του 19ου αιώνα από τις συνθέσεις των σπουδαίων μουσουργών, έτσι είναι εφικτό να εξαχθούν πορίσματα για τις περιοχές στις οποίες δημιουργήθηκαν συγκεκριμένες μουσικές, κάποιες παραλλάχθηκαν από έναν ταξιδιώτη, κάποιες «γεννήθηκαν» από το μυαλό ενός βοσκού, άρα και για το χορό ο οποίος ξεπήδησε από τα σπλάχνα της ως αναγκαιότητα, δηλαδή τη συνάντηση της ακοής με την όραση, τη μετουσίωση της ηχητικής πράξης σε… πραγματική.
Κι αυτή η ιστορία της Γένεσης είναι που ενώνει και ταυτοχρόνως διαχωρίζει τους ανθρώπους. Οι σκοποί και η εκτέλεσή τους δεν φέρνουν στο μυαλό απλώς τοπικά στοιχεία, αλλά την ιδέα και την αίσθηση ότι αυτό το περιβάλλον στο οποίο ανήκεις έχει γερές ρίζες και θεμέλια. Η ταξινόμηση των χορών σε τοπικό επίπεδο αφορά σε ακριβώς αυτό το φάσμα: έναν προσωπικό κωδικό που μοιράζεσαι με το συντοπίτη και μοιάζει με αιώνιο δεσμό, απέναντι στον επισκέπτη. Όχι βέβαια με εχθρικότητα, αλλά με την επίγνωση ότι αν έχει νέα να πει, μπορείς να αντιπαρατάξεις τη βαθιά ιστορία του τόπου, όπως εκείνη την αφηγείται η αρμονική κίνηση με τη μουσική. Αντιπαραβάλεις τη δική σου μουσική Αρχή απέναντι στη δική του. Με τη μέθοδο της προσομοίωσης, η φαντασία ταξιδεύει στους προγόνους και το μέρος, τους παππούδες και τις γιαγιάδες και, εν τω συνόλω την ιστορία, όχι μόνο του μέρους αλλά και, όλης της χώρας. Εκείνοι που σηκώθηκαν την μέρα της απελευθέρωσης, που χόρευαν πάνω στα βουνά, καταδιωκόμενοι, σε περιόδους μάχης, που απλώς κινούνταν για να μην πεινούν, σε περιόδους λιμού. Ιστορίες που δεν εμφανίζονται μέσα από οποιαδήποτε άλλη καταγραφή, πέρα από το θυμικό και την προγονική μνήμη, τις δύο καταστάσεις που καθιστούν απαραίτητη την ανάδειξη του τόπου. Πρόκειται για την πορεία της παρέας και της ίδιας ρίζας.
Τούτου δοθέντος, η τάση για να κατηγοριοποιηθούν οι χοροί των τόπων της Ελλάδας έχει αποκτήσει τον τελευταίο μισό αιώνα πειστική ισχύ. Δεν πρόκειται απλώς για την ψυχαγωγία, αλλά για τη διατήρηση του πολιτισμού, της παράδοσης και των εθίμων μέσα από έναν ξένο τόπο. Συνοδεύεται από την καταγωγή, από την αγωνία του χορευτή να δείξει από πού κρατά η σκούφια του και να χορέψει, πια, ως μέρος ενός συνόλου που εκτίθεται στο μεγεθυντικό φακό της μεγαλούπουλης, για τη χάρη της ιδιαίτερης πατρίδας του και την τιμή που του περιποιούν οι ίδιες οι ρίζες του. Ξεφεύγοντας οριστικά από την ανάλυση των τοπικών στοιχείων, μέσα από τον ίδιο τον εκτελόντα χρέη πρεσβευτή μένει ζωντανό το όνομα της γενέτειρας ή του τόπου καταγωγής, ο οποίος, λόγω της φυγής των κατοίκων του για το κλεινόν άστυ, σε βαθμό που υπάγεται στη νομοτέλεια, δεν έχει τη ζωτική δύναμη να εκπροσωπείται εκ των έσω. Η αστική Αποκάλυψη του τελευταίου μισού αιώνα, αν και ασφαλώς και δεν προσομοιάζει τις περιόδους που υπάρχει η ανάγκη να κρατηθούν η γλώσσα και άλλα εθνικά στοιχεία υπό το φόβο της εξαφάνισής του -διότι, πράγματι, είναι προστατευόμενα είδη- είναι μία μικρογραφία. Η οποία, ωστόσο, δεν παύει να μοιάζει με ιερό καθήκον για εκείνους που θέλουν να κρατούν άσβεστη τη φλόγα της εντοπιότητας και, εν τέλει, να την μεταλαμπαδεύουν.
Αυτό το νόημα, άλλωστε, αποκτά η εθελοντική προσφορά, κατά μόνας και ομαδόν, από συλλόγους και χορευτές, που μπαίνουν στη βάσανο των παραστάσεων και γίνονται, μέσα από τη χορογράφηση, το στήσιμο και την τυποποίηση, οι αγγελιαφόροι τόπων που μαστίζονται από τις φυγές και την έλλειψη επαγγελματικών προοπτικών, εξαιτίας της δύναμης που έχουν αποκτήσει και του μαγνητισμού που ασκούν οι ελληνικές μεγαλουπόλεις. Από τη στιγμή που το φυσικό περιβάλλον δεν δύναται να φροντίζει, λόγω της έλλειψης σε έμψυχο δυναμικό, για το χορό που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτό, η ταξινόμηση αποκτά ακόμα και χαρακτήρα υπερεπείγοντος. Τόσο σε ό,τι αφορά την ίδια τη μνημόνευση μέσα από την έκφραση, όσο και στα συμπαρομαρτούντα της: Τις στολές, επί παραδείγματι, που διέσωσε, σε εποχές δύσκολες, η πρωθιέρεια της ελληνικής χορευτικής παράδοσης, Δόρα Στράτου, αρχής γενομένης από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με αρωγούς σχεδόν όλους τους διανοούμενους εκείνης της εποχής: είναι χαρακτηριστικό ότι τις χρωματιστές φορεσιές ζωγράφιζε ο Γιάννης Τσαρούχης.
Αυτοί οι καιροί έχουν παρόμοια δυσκολία, ου μην και μεγαλύτερη, καθώς εκλίπουν τα στοιχεία αναφοράς, η αντικειμενική, αν γίνεται να χαρακτηριστεί έτσι, έμπνευση. Επικρατεί, παρ’ όλα αυτά, το πρόσφορο έδαφος για τη γνώση μέσα από την τεχνολογική ακμή, η οποία διαμοιράζει το στοιχείο του ενδιαφέροντος. Πανδημούμενοι όντες, και με τα χέρια μας δεμένα, βασιζόμαστε στην τεχνολογία και την εικόνα της για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε το ζωτικό ενδιαφέρον για τους παραδοσιακούς χορούς. Οι παραστάσεις με παραδοσιακούς χορούς αυτού του καιρού, που δημιουργούνται μετά κόπων και βασάνων, δεν παίζουν, πια, μόνο το ρόλο του πρεσβευτή, αλλά, δίχως υπερβολή, φέρνουν και το μήνυμα της πορείας προς το μέλλον: ότι η ζωή συνεχίζεται.
Λευτέρης Ελευθερίου